-
1 ἠθικός
ἠθικός, ethisch, sittlich, den Charakter darstellend; ποίημα τὸ δηλοῦν τὴν προαίρεσιν, auch μέλη, ἁρμονίαι, auf das Gemüth, den Charakter wirkend, Arist. pol. 8, 7; τὸ ἠϑικὸν τῆς φιλοσοφίας, der Theil der Philosophie, der sich mit den Grundsätzen des Sittlichen beschäftigt, Sittenlehre, D. L. 1, 18; auch τὰ ἠϑικά, u. ἠϑικοὶ λόγοι, Sp. – Zum Charakter gehörig, charakteristisch. ausdrucksvoll, ἠϑικὴ λέξις, ἁρμόττουσα ἑκάστῳ γένει καὶ ἕξει Arist. rhet. 3, 7. – Adv. ἠϑικῶς, z. B. μειδιᾶν, bedeutungsvoll lachen, Plut. Brut. 51; vgl. Aristaen. 1, 24. 27.
См. также в других словарях:
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σέξτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σ. ο Εμπειρικός. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και γιατρός (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Είναι ο γνωστότερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Πύρρωνα τον Ηλείο, του σκεπτικισμού. Για τη ζωή του δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия